I. un·er·laubt [ˈʊnʔɛɐ̯laupt] ΕΠΊΘ
1. unerlaubt (nicht gestattet):
2. unerlaubt ΝΟΜ (ungesetzlich):
II. un·er·laubt [ˈʊnʔɛɐ̯laupt] ΕΠΊΡΡ
- unerlaubter Nachdruck
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.