I. un·er·mess·lich, un·er·meß·lichπαλαιότ [ʊnʔɛɐ̯ˈmɛslɪç] ΕΠΊΘ τυπικ
1. unermesslich (schier unendlich):
2. unermesslich (gewaltig):
II. un·er·mess·lich, un·er·meß·lichπαλαιότ [ʊnʔɛɐ̯ˈmɛslɪç] ΕΠΊΡΡ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.