I. dox [dɒks, αμερικ dɑ:ks] ΔΙΑΔ οικ ΡΉΜΑ μεταβ
- to dox sb
- jdn doxen (als Cyberangriff, die personenbezogenen Daten seines Opfers ermitteln und unerlaubt im Internet veröffentlichen)
II. dox [dɒks, αμερικ dɑ:ks] ΔΙΑΔ οικ ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.