I. un·auf·fäl·lig [ˈʊnʔauffɛlɪç] ΕΠΊΘ
1. unauffällig (nicht auffällig):
2. unauffällig (unscheinbar):
3. unauffällig ΙΑΤΡ:
II. un·auf·fäl·lig [ˈʊnʔauffɛlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. unauffällig (ohne Aufsehen zu erregen):
2. unauffällig (zurückhaltend):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.