στο λεξικό PONS
I. tech·nisch [ˈteçnɪʃ] ΕΠΊΘ
1. technisch προσδιορ (technologisch):
2. technisch (technisches Wissen vermittelnd):
3. technisch (Ausführungsweise):
II. tech·nisch [ˈteçnɪʃ] ΕΠΊΡΡ (auf technischem Gebiet)
Zeich·ner(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Zeichner ΤΈΧΝΗ:
2. Zeichner ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- Zeichner(in)
-
Un·mög·lich·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ a. ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
technische Analyse phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.