drafts·wom·an ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
draftswoman → draughtswoman
ˈdraughts·wom·an, αμερικ usu ˈdrafts·wom·an ΟΥΣ
1. draughtswoman (job):
2. draughtswoman (skilled drawer):
ˈdraughts·wom·an, αμερικ usu ˈdrafts·wom·an ΟΥΣ
1. draughtswoman (job):
2. draughtswoman (skilled drawer):
- Zeichner(in)
- αμερικ a. draftswoman fem
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- draft dodger
- draftee
- drafter
- draft in
- drafting
- draftswoman
- drafty
- drag
- drag along
- drag apart
- drag away