στο λεξικό PONS
Vor·zugs·ak·ti·o·när(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Vorzugsaktionär(in)
-
Mehr·heits·ak·ti·o·när(in) <-s, -e> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Be·leg·schafts·ak·ti·o·när (-ak·ti·o·nä·rin) ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
- Belegschaftsaktionär (-ak·ti·o·nä·rin)
-
Ret·tungs·ak·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Trans·ak·ti·on <-, -en> [transʔakˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Trans·ak·ti·ons·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Trans·ak·ti·ons·ana·ly·se ΟΥΣ θηλ ΜΑΘ, ΨΥΧ
Trans·ak·ti·ons·kos·ten ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
THS-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Swap-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ABS-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ex-Pit-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Swap-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Rechnungstransaktion ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Transaktionswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
transaktionsbezogen ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Transaktionsbetrag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Transaktionsregister ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.