στο λεξικό PONS
I. re·al [reˈa:l] ΕΠΊΘ
1. real (wirklich vorhanden):
- real
- real
2. real ΟΙΚΟΝ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Real ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Real (BRL, Währung Brasiliens)
- Brazilian real
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Real Time Index ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.