στο λεξικό PONS
inter·mit·tent [ˌɪntəˈmɪtənt, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΕΠΊΘ
inter·mit·tent·ly [ˌɪntəˈmɪtəntli, αμερικ -t̬ɚ-] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
permitted limits ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
intermittent stream [ˌɪntəˈmɪtntˌstriːm], ephemeral stream [ɪˈfemrlˌstriːm]
intermittent river ΟΥΣ
intermittent spring, karst spring ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- tzarina
- tzetze fly
- T-zone
- u
- U.S. Treasury
- übermittelt
- ubiquitin
- ubiquitous
- ubiquitously
- ubiquity
- U-boat