στο λεξικό PONS
Be·güns·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Begünstigung Pläne, Projekte:
2. Begünstigung (das Bevorzugen):
- Begünstigung
-
3. Begünstigung ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Begünstigung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
- Begünstigung (Verfügung des Versicherungsnehmers, an wen Leistungen auszurichten sind)
-
-
- Begünstigung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.