I. an·ge·mes·sen ΕΠΊΘ
1. angemessen (entsprechend):
2. angemessen (passend):
II. an·ge·mes·sen ΕΠΊΡΡ
1. angemessen (entsprechend):
2. angemessen (passend):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.