στο λεξικό PONS
Ab·tei·lung1 <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abteilung (Teil einer Organisation):
- Abteilung
-
Ab·tei·lung2 <-, -en> ΟΥΣ θηλ kein πλ (Abtrennung)
- Abteilung
-
Con·trol·ling-Ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
- Controlling-Abteilung
-
Mul·ti·me·dia-Ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Multimedia-Abteilung
-
PR-Ab·tei·lung [pe:ˈɛr-] ΟΥΣ θηλ
- PR-Abteilung
-
Pu·blic-Re·la·tions-Ab·tei·lung ΟΥΣ θηλ
- Abteilung θηλ mit Kundenverkehr
-
- Abteilung θηλ ohne Kundenverkehr
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abteilung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Abteilung (des Grundbuches)
-
Support-Abteilung ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
- Support-Abteilung
-
-
- Support-Abteilung θηλ
-
- Abteilung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.