στο λεξικό PONS
ver·rückt [fɛɐ̯ˈrʏkt] ΕΠΊΘ
1. verrückt (geisteskrank):
2. verrückt (in starkem Maße):
4. verrückt οικ (versessen):
verrückt ΕΠΊΘ
-
- kooky οικ
ver·rückt [fɛɐ̯ˈrʏkt] ΕΠΊΘ
1. verrückt (geisteskrank):
2. verrückt (in starkem Maße):
4. verrückt οικ (versessen):
verrückt ΕΠΊΘ
-
- kooky οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- verrohen
- verrohrt
- Verrohung
- verrosten
- verrostet
- Verrückte Verrückter
- Verrücktheit
- Verrücktwerden
- Verruf
- verrufen
- verrühren