στο λεξικό PONS
Not·fall·plan ΟΥΣ αρσ
Not·fall·am·bu·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ (im Krankenhaus)
Not·fall·arzt (-ärztin) <-es, -ärzte> ΟΥΣ αρσ (θηλ) CH
Notfallarzt → Notarzt
Not·fall·sta·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ CH
Not·fall·aus·weis ΟΥΣ αρσ
Not·fall·mel·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Not·fall·dienst <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Notfallplan ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Notfallbargeld ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Notfallorganisation ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
Null-Prozent-Anleihe ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Notfallvorsorge ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
globale Koordination von Maßnahmen zur Notfallvorsorge phrase CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
