στο λεξικό PONS
Hel·le <-> [ˈhɛlə] ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
Helle → Helligkeit
Hel·lig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Helligkeit kein πλ:
-
- lightness no πλ
2. Helligkeit (Lichtstärke):
-
- brightness no πλ
3. Helligkeit ΑΣΤΡΟΝ (Leuchtkraft):
-
- luminosity no πλ
Hel·ler <-s, -> [ˈhɛlɐ] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
hell·auf [ˈhɛlˈʔauf] ΕΠΊΡΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Quell- und Zielbefragung ΔΗΜΟΣΚ
Grüne Welle ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.