I. grau·sam [ˈgrauza:m] ΕΠΊΘ
grau·sig [ˈgrauzɪç] ΕΠΊΘ
grausig → grauenhaft
I. grau·en·haft ΕΠΊΘ
1. grauenhaft (furchtbar):
2. grauenhaft οικ (schlimm):
II. grau·en·haft ΕΠΊΡΡ
| es | graust |
|---|
| es | grauste |
|---|
| es | hat | gegraust |
|---|
| es | hatte | gegraust |
|---|
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.