

Be·schei·den·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Bescheidenheit (Genügsamkeit):
2. Bescheidenheit (Einfachheit):


-
- Bescheidenheit θηλ <->
-
- Bescheidenheit θηλ <->
-
- Bescheidenheit θηλ <->
-
- Bescheidenheit θηλ <->
-
- natürliche Bescheidenheit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.