στο λεξικό PONS
Asset <-[s], -s> [ˈæsət] ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Mas·se <-, -n> [ˈmasə] ΟΥΣ θηλ
3. Masse (große Anzahl):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Asset ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Asset-Allocation ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Management ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Asset-Sale ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Stripping ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.