στο λεξικό PONS
As·so·zi·a·ti·on <-, -en> [asotsi̯aˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ τυπικ
1. Assoziation (Verknüpfung):
- Assoziation
-
2. Assoziation ΠΟΛΙΤ (Vereinigung):
- Assoziation
-
-
- freie Assoziation
-
- Assoziation θηλ <-, -en>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- genetische Assoziation
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.