στο λεξικό PONS


Ar·beit·ge·be·rin <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
Arbeitgeberin θηλυκός τύπος: Arbeitgeber
Arbeitgeber ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ar·beit·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Arbeitgeber(in)
-
Ar·beit·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Arbeitgeber(in)
-


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Arbeitgeber ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ


-
- Arbeitgeber αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.