στο λεξικό PONS
I. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΘ
II. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΡΡ
In·sti·tu·ti·on <-, -en> [ɪnstituˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentliche Institution ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.