Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. a priori [apʀijɔʀi] ΕΠΊΡΡ
1. a priori (à première vue):
2. a priori (sans réfléchir):
III. a priori <πλ a priori> [apʀijɔʀi] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΕΠΊΘ
II. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. a priori [apʀijɔʀi] ΕΠΊΡΡ
II. a priori [apʀijɔʀi] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
chariot [ʃaʀjo] ΟΥΣ αρσ
I. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΕΠΊΘ
II. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. a priori [apʀijɔʀi] ΕΠΊΡΡ
II. a priori [apʀijɔʀi] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.