Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. patriote [patʀijɔt] ΕΠΊΘ
- patriote
-
II. patriote [patʀijɔt] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. patriote (gén):
- patriote
-
- en patriote
-
2. patriote ΙΣΤΟΡΊΑ (en France en 1789):
- patriote
-
-
- patriote αρσ θηλ
- patriotic person
- patriote
- unpatriotic person
- peu patriote
- patriotically react, cheer, say
- en patriote
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.