Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
patriotic [βρετ patrɪˈɒtɪk, peɪtrɪˈɒtɪk, αμερικ ˌpeɪtriˈɑdɪk] ΕΠΊΘ
- patriotic person
-
- patriotic mood, emotion, song
-
στο λεξικό PONS
patriotic ΕΠΊΘ
- patriotic
-
- patriotic person
-
-
- patriotic
-
- patriotic
patriotic ΕΠΊΘ
- patriotic
-
- patriotic person
-
-
- patriotic
-
- patriotic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.