Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
réalisation [ʀealizasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. réalisation (de rêve, d'ambition):
-
- fulfilment βρετ
2. réalisation (d'étude, de sondage):
3. réalisation (ce qui est réalisé):
4. réalisation:
- réalisation TV, ΡΑΔΙΟΦ, ΚΙΝΗΜ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.