Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. méconnu (méconnue) [mekɔny] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
méconnu → méconnaître
II. méconnu (méconnue) [mekɔny] ΕΠΊΘ
- méconnu (méconnue) artiste, œuvre
-
- méconnu (méconnue) mérites, talent
-
- méconnu (méconnue) valeur
-
III. méconnu (méconnue) [mekɔny] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
méconnaître, méconnaitre [mekɔnɛtʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. méconnaître (se méprendre sur):
2. méconnaître (sous-estimer):
méconnaître, méconnaitre [mekɔnɛtʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. méconnaître (se méprendre sur):
2. méconnaître (sous-estimer):
- injustement méconnu, négligé
-
στο λεξικό PONS
méconnu(e) [mekɔny] ΕΠΊΘ
- méconnu(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.