Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. loc|al (locale) <αρσ πλ locaux> [lɔkal, o] ΕΠΊΘ (gén)
- local (locale) journal, industrie, autorités
- local
- local (locale) douleur
-
- local (locale) averses
-
II. loc|al ΟΥΣ αρσ
1. loc|al (pièce quelconque):
2. loc|al (pièce à usage déterminé):
- réfrigérer local
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.