Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
socialist [βρετ ˈsəʊʃ(ə)lɪst, αμερικ ˈsoʊʃələst] ΟΥΣ ΕΠΊΘ a. Socialist
- socialist
- socialiste αρσ θηλ
Union of Soviet Socialist Republics, USSR ΙΣΤΟΡΊΑ
- a nationalist/socialist stronghold
-
στο λεξικό PONS
socialist ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
- socialist
- socialiste αρσ θηλ
socialist ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
- socialist
- socialiste αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.