Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
émotionn|el (émotionnelle) [emosjɔnɛl] ΕΠΊΘ
- émotionnel (émotionnelle)
-
στο λεξικό PONS
émotionnel(le) [emosjɔnɛl] ΕΠΊΘ
- émotionnel(le) choc
-
- émotionnel(le) réaction
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.