Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fainéant (fainéante) [feneɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ roi
- fainéant (fainéante)
-
II. fainéant (fainéante) [feneɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ) roi
roi [ʀwa] ΟΥΣ αρσ
1. roi (souverain):
2. roi (sans rival en son genre):
4. roi ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (aux cartes, échecs):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.