Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
initiative [inisjativ] ΟΥΣ θηλ
-
- initiative θηλ
-
- initiative θηλ
-
- initiative θηλ
-
- test αρσ d'initiative
- unenterprising person, organization, behaviour
-
στο λεξικό PONS
initiative [inisjativ] ΟΥΣ θηλ (idée première, dynamisme)
- bizarrerie d'une idée, initiative
-
- parrainage d'une entreprise, initiative
-
initiative [inisjativ] ΟΥΣ θηλ (idée première, dynamisme)
- bizarrerie d'une idée, initiative
-
- parrainage d'une entreprise, initiative
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'initiative
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique