στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. worthy [βρετ ˈwəːði, αμερικ ˈwərði] ΕΠΊΘ
1. worthy mai attrib. (deserving):
II. worthy [βρετ ˈwəːði, αμερικ ˈwərði] ΟΥΣ
-
- personalità θηλ
στο λεξικό PONS
I. worthy <-ier, -iest> [ˈwɜ:r·ði] ΕΠΊΘ
II. worthy <-ies> [ˈwɜ:r·ði] ΟΥΣ ειρων (important person)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.