στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
smoothly [βρετ ˈsmuːðli, αμερικ ˈsmuðli] ΕΠΊΡΡ
1. smoothly:
- smoothly (easily) move, flow, glide
-
- smoothly start, stop, brake, land
-
- smoothly (without difficulties) μτφ
-
2. smoothly (suavely):
- smoothly μειωτ
-
-
- smoothly
-
- smoothly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.