Oxford Spanish Dictionary
smoothly [αμερικ ˈsmuðli, βρετ ˈsmuːðli] ΕΠΊΡΡ
1.1. smoothly (of movement):
- smoothly land/take off/drive
-
1.2. smoothly (without problems):
1.3. smoothly (easily):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.