Oxford Spanish Dictionary
storey [αμερικ ˈstɔri, βρετ ˈstɔːri] ΟΥΣ βρετ
storey → story
story1 <pl stories> [αμερικ ˈstɔri, βρετ ˈstɔːri] ΟΥΣ
1.1. story:
1.2. story:
3.2. story ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ (newsworthy event):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.