Oxford Spanish Dictionary
I. loud <louder loudest> [αμερικ laʊd, βρετ laʊd] ΕΠΊΘ
1. loud noise/scream/applause:
2. loud (vigorous):
4. loud → loudmouthed
II. loud <louder loudest> [αμερικ laʊd, βρετ laʊd] ΕΠΊΡΡ
loud speak:
loudmouthed [αμερικ ˈlaʊdˌmaʊðd, βρετ ˈlaʊdmaʊθt] ΕΠΊΘ οικ
στο λεξικό PONS
I. loud [laʊd] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.