Oxford Spanish Dictionary


fond <fonder fondest> [αμερικ fɑnd, βρετ fɒnd] ΕΠΊΘ
1. fond pred:
2.1. fond προσδιορ (loving):
2.2. fond προσδιορ (indulgent):
- fond parent/husband
-
2.3. fond προσδιορ (delusive, vain):
- fond hope/illusion
-


στο λεξικό PONS








PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.