Oxford Spanish Dictionary
cord [αμερικ kɔrd, βρετ kɔːd] ΟΥΣ
1.3. cord C or U ΑΝΑΤ → spinal cord
2.2. cord <cords, pl > ΜΌΔΑ:
emergency <pl emergencies> [αμερικ əˈmərdʒənsi, βρετ ɪˈməːdʒ(ə)nsi] ΟΥΣ C or U
1. emergency (serious situation):
2. emergency ΙΑΤΡ:
στο λεξικό PONS
I. emergency [ɪˈmɜ:dʒənsi, αμερικ -ˈmɜ:r-] -ies ΟΥΣ
1. emergency (dangerous situation):
II. emergency [ɪˈmɜ:dʒənsi, αμερικ -ˈmɜ:r-] -ies ΕΠΊΘ
I. emergency <-ies> [ɪ·ˈmɜr·dʒən·si] ΟΥΣ
1. emergency (dangerous situation):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.