στο λεξικό PONS
vil·lage com·ˈmun·ity ΟΥΣ
I. vil·lage [ˈvɪlɪʤ] ΟΥΣ
1. village (settlement):
2. village + ενικ/pl ρήμα (populace):
I. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ
1. community ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
2. community (group):
3. community no pl (togetherness):
4. community no pl (public):
5. community ΟΙΚΟΛ:
II. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ modifier
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
community
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- vigour
- Viking
- vile
- vilely
- vileness
- village community
- village green
- village idiot
- village inn
- villager
- village shop