στο λεξικό PONS
un·dis·closed [ˌʌndɪsˈkləʊzd, αμερικ -ˈkloʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
as·sign·ment [əˈsaɪnmənt] ΟΥΣ
1. assignment:
2. assignment (mission):
3. assignment no pl (attribution):
4. assignment pl ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
undisclosed assignment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
assignment ΟΥΣ ΤΜΉΜ
-
- Übertragung θηλ
assignment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Zuweisung θηλ
assignment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Abtretung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
assignment
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.