στο λεξικό PONS
I. sin·gu·lar [ˈsɪŋgjələʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ
1. singular ΓΛΩΣΣ (referring to one person or thing):
2. singular τυπικ (extraordinary):
3. singular τυπικ (strange):
suc·ces·sion [səkˈseʃən] ΟΥΣ no pl
1. succession (sequence):
2. succession (line of inheritance):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
singular succession ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
succession ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Erbfolge θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
succession [səkˈseʃn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.