στο λεξικό PONS
ˈse·rial kill·er ΟΥΣ
- Serienmörder(in)
-
- Massenmörder(in)
-
I. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. killer:
2. killer (agent):
II. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ modifier αμερικ αργκ
killer product:
III. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ
I. se·rial [ˈsɪəriəl, αμερικ ˈsɪri-] ΟΥΣ ΜΜΕ, ΕΚΔ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.