Oxford Spanish Dictionary
killer [αμερικ ˈkɪlər, βρετ ˈkɪlə] ΟΥΣ (person)
I. serial [αμερικ ˈsɪriəl, βρετ ˈsɪərɪəl] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
killer [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. killer (sb who kills):
killer [ˈkɪl·ər] ΟΥΣ
1. killer (sb who kills):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- serenity
- serf
- serfdom
- serge
- sergeant
- serial killer
- serially
- serial number
- serial port
- sericulture
- series