στο λεξικό PONS
me·chan·ics [mɪˈkænɪks] ΟΥΣ
1. mechanics + ενικ ρήμα ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
2. mechanics + pl ρήμα οικ (practicalities):
3. mechanics ΦΥΣ:
- mechanics
-
mechanics ΟΥΣ
- celestial mechanics ΦΥΣ
- Himmelsmechanik θηλ
quan·tum me·ˈchan·ics ΟΥΣ + ενικ ρήμα
- quantum mechanics
-
me·chan·ic [mɪˈkænɪk] ΟΥΣ
ˈflight me·chan·ic ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mechanic's lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
precision mechanics ΟΥΣ
- precision mechanics
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
rock mechanics
- rock mechanics
-
foundation engineering and soil mechanics
-
- rock mechanics
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈcar me·chan·ic ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.