στο λεξικό PONS
I. long-ˈdis·tance ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. long-distance (between distant places):
2. long-distance ΑΘΛ:
long-dis·tance edu·ˈca·tion ΟΥΣ no pl
Fern·schnell·zug <-(e)s, -züge> ΟΥΣ αρσ
Lang·stre·cken·läu·fer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Fern·be·zie·hung ΟΥΣ θηλ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
Gü·ter·fern·ver·kehr <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Fernabsatzgeschäft ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.