στο λεξικό PONS
dis·ease [dɪˈzi:z] ΟΥΣ
1. disease ΙΑΤΡ:
I. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. killer:
2. killer (agent):
II. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ modifier αμερικ αργκ
killer product:
III. kill·er [ˈkɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- kidult
- Kiel Bay
- Kiel Canal
- kif
- kike
- killer disease
- killer instinct
- killer whale
- killing
- killjoy
- kill off