στο λεξικό PONS
im·pulse [ˈɪmpʌls] ΟΥΣ
1. impulse (urge):
2. impulse ΗΛΕΚ (of energy):
ˈim·pulse buy·ing ΟΥΣ no pl
ˈim·pulse buy ΟΥΣ
ˈim·pulse pur·chase ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
expansionary impulse ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
impulse buy(ing) ΟΥΣ
impulse buyer ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
electrical impulse ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
impulse detector ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.