στο λεξικό PONS
ex·pan·sion·ary [ɪkˈspæn(t)ʃənəri, ek-, αμερικ -neri] ΕΠΊΘ
- expansionary
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
expansionary ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- expansionary
-
expansionary impulse ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- expansionary impulse
- Expansionsimpuls αρσ
expansionary move ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- expansionary move
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.