στο λεξικό PONS
 
  
 I. ˈfirst-class ΕΠΊΘ
1. first-class (best quality):
2. first-class επιβεβαιωτ (wonderful):
first class de·ˈgree ΟΥΣ βρετ τυπικ
 
  
 erst·ran·gig [ˈe:ɐ̯straŋɪç] ΕΠΊΘ
1. erstrangig (sehr wichtig):
2. erstrangig (erstklassig):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Aktie ΟΥΣ θηλ
 
  
 first-class share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
