I. erst·klas·sig [ˈe:ɐ̯stklasɪç] ΕΠΊΘ
II. erst·klas·sig [ˈe:ɐ̯stklasɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- erstklassiges Wertpapier
-
- erstklassiges, kurzfristiges, ausländisches Geldmarktpapier
-
- erstklassig οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.